-
1 δημόσιος
δημόσιος (Sp. auch 2 End.), dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich, Ggstz ἴδιος, z. B. ἀγρός, Her. 5, 29; πλοῦτος, Thuc. 1, 80; Plat. Gorg. 469 e u. öfter; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, confisciren, Lys. 18, 14; δημόσιον γίγνεσϑαι, εἶναι, Staatsgut werden, ἀφίησιν αὐτὰ δημόσια εἶναι Thuc. 2, 13; δημόσιον γίγνεσϑαι, d. i. öffentlich verkauft werden, Plat. Legg. V, 742 b; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte, Ar. Vesp. 554; οἰκοδομήματα u. ähnl., Plat. Legg. XII, 952 c; ἀγών, auf öffentliche Kosten veranstaltet, XI, 865 a; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprocesse, Aesch. 1, 2; Arist. pol. 6, 3; – ὁ δημόσιος, a) jeder öffentliche Diener in Athen, Her. 6, 121 u. Folgde, nach B. A. 234 ὁ τῆς πόλεως δοῦλος, vgl. Lob. ad Phryn. 476; so Ar. Lys. 436, wo es Einer von der Stadtwache ist, vgl. Böckh Staatshh. I, S. 222; Dem. 2, 19, bei dem auch ein öffentlicher Schreiber so heißt, wie App. B. C. 3, 14. – b) der Folterknecht, Aesch. 2, 36; der Scharfrichter, Henker, D. Sic. 13, 102. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird, Ar. Equ. 1114, Schol. φαρμακός, w. m. s.; – τὸ δημόσιον, der Staat, Her. 1, 14; Ggstz βασιλεύς, 6, 59; das Gemeinwesen, ὅταν τὸ δ. ὑπό τινος τῶν πολιτῶν ἡγῆταί τις ἀδικεῖσϑαι Plat. Legg. VI, 767 b; ἐκ τοῠ δημοσίου, von Staatswegen, Xen. Lac. 3, 4; πρὸς τὸ δημόσιον προςιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen, Dem. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου μισϑός, Thuc. 6, 31; Xen. Hell. 5, 2, 10; ἡ ἐκ δ. τροφή, Plat. Rep. V, 465 d. Auch = Staatsgefängniß, Thuc. 5, 18; Staatsarchiv, Dem. 18, 142. Bei Pol. 6, 13, 3 sind τὰ δημόσια Staatsgebäude; – ἡ δημοσία, dor. δαμοσία, sc. σκηνή, das Zelt der spartanischen Könige, Xen. Lac. 13, 7, vgl. Hell. 4, 5, 8. – Bei Plat. Phil. 51 c, δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt.
-
2 δημόσιος
δημόσιος, dem Volk od. dem Staat angehörend, öffentlich; γῆν δημοσίαν ποιεῖν, zum Staatsgut machen, konfiszieren; δημόσιον γίγνεσϑαι, εἶναι, Staatsgut werden; τὰ δημόσια, Staatseinkünfte; ἀγών, auf öffentliche Kosten veranstaltet; δίκαι, ἀγῶνες, Staatsprozesse; ὁ δημόσιος, (a) jeder öffentliche Diener in Athen; einer von der Stadtwache; öffentlicher Schreiber. (b) der Folterknecht; der Scharfrichter, Henker. Auch ein Verbrecher, der als der Sündenbock für den ganzen Staat hingerichtet wird; τὸ δημόσιον, der Staat; das Gemeinwesen; ἐκ τοῠ δημοσίου, von Staatswegen; πρὸς τὸ δημόσιον προςιέναι, Staatsgeschäfte übernehmen. Bes. Staatskasse, ὁ ἐκ δημοσίου μισϑός. Auch = Staatsgefängnis; δημόσια καὶ περιφανῆ, = allbekannt -
3 προσεπιλαμβάνω
2 take or require still more, Thphr.HP8.2.7: c. gen., Porph.Abst.2.27; take in, occupy besides, Plb.10.10.5, Gem. 18.3; receive in addition,τὴν ἐποπτείαν Plu.Demetr.26
;παλάθην ἰσχάδων Luc.Pisc.41
; τοῦ δημοσίου a piece of public land, Plu.Publ. 20: abs., encroach, Thphr.Ign.50.II [voice] Med., lay hold besides, [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ Hp.Fract.13
: metaph., help in a thing besides,προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου Hdt.5.44
; τοῦ ἔργου take part in it, D.C.75.6: abs., attack besides, Pl.Ti. 65d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεπιλαμβάνω
-
4 εισπράκτορας
[-ωρ (-ορος)] ο1) сборщик, приёмщик (денег); инкассатор;εισπράκτορας του δημοσίου — сборщик налогов;
2) кондуктор (трамвая и т. п.) -
5 ευθύνη
η ответственность, ответ;ποινική ευθύνη — уголовная ответственность;
διοικητική ευθύνη — административная ответственность;
ευθύνη του δημοσίου — государственная ответственность;
φέρω ( — или έχω) ευθύνη — нести ответственность;
αισθάνομαι (αναλαμβάνω την) ευθύνη — чувствовать (брать на себя) ответственность;
αναλαμβάνω υπ' ευθύνην μου κάτι... — брать под свою ответственность;
ζητώ ευθύνες — требовать ответа (за что-л.);
αποδίδω σε κάποιον την ευθύνη — возлагать на кого-л. ответственность
-
6 ομολογία
η1) признание;σιωπηρή ομολογία — молчаливое признание;
αναγκαστική ομολογία — вынужденное признание;
κατά γενική ομολογία — по общему признанию;
2) юр. признание виновности;3) облигация;ομολογίες τού δημοσίου χρέους — облигации иностранного государственного займа;
4) исповедание;5) соответственность, подобие, аналогия, гомологичность -
7 φρουρώ
(ε) 1. μετ. прям., перен. охранять, сторожить, стеречь; стоять на страже (чего-л.);φρουρώ τα συμφέροντα τού δημοσίου — защищать интересы государства;
2. αμετ. нести караул; стоять на часах -
8 πρίαμαι
πρίᾰμαι (assumed as Pres.), 1 [tense] aor. ἐπρῐάμην freq. in [dialect] Att., supplying [tense] aor. of ὠνέομαι,A buy; [ per.] 2sg. ; [ per.] 3sg.ἐπρίατο IG12.94.22
, [dialect] Ep.πρίατο Od.1.430
; imper. ; πρίω ib.34, 35, Eup.1, etc.; [dialect] Dor.πρίᾱ Epich.137
; subj. , [ per.] 2sg. , [ per.] 3sg.πρίηται D.18.247
, Thphr.Fr.97.3; opt. , Leg.Gort.6.13, etc.; inf.πρίασθαι IG12.10.5
, E.Med. 233, Ar.V. 253, etc. ( πριάσασθαι v.l. in LXXGe.42.10); part.πριάμενος Hdt.1.196
, IG12.94.22, Leg.Gort.6.20, etc.:—buy, Od.l.c., etc.; ὁ πριάμενος, opp. ὁ ἀποδόμενος, Leg.Gort.6.20: c. dat. pretii,τίς σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Od.14.115
, cf. 452;τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις E.Hel. 885
, cf. Med. 233, etc.: c. gen., π. θανάτοιο purchase by his death, Pi.P.6.39;π. καπίθην ἀλεύρων τεττάρων σίγλων X.An.1.5.6
;π. πολλοῦ Id.Cyr.3.2.19
(alsoπρὸ πάντων χρημάτων Id.Mem.2.5.3
.); πρίασθαι οὐδενὸς λόγου to buy at no price, S.Aj. 477: with dat. pers.added,πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; Ar.Ach. 812
, cf. Ra. 1229, S.Ant. 1171;π. τι παρὰ τῶν ἐκτημένων Hdt.9.94
;π. τὴν χώραν παρά τινων τριάκοντα ταλάντων X.HG3.2.30
: c. inf.,π. παρά τινων μὴ δοῦναι δίκην And.3.38
;τῆς ψυχῆς π. ὥστε μὴ.. X.Cyr.3.1.36
, cf. 8.4.23: π. alone, π. τίμιον [τοὔλαιον] buy it dear, Ar.V. 253;τὴν εἰρήνην π. Aeschin. 2.178
;ὀπώραν D.53.21
; π. τὸ ποιῆσαι buy the power of doing, X. Cyr.5.3.10.2 of slaves,π. Σκύθας τοξότας And.3.5
, cf. Posidipp. 23;ἐπιστάτην ταλάντου X.Mem.2.5.2
;τέκτονα πέντε μνῶν Pl.Amat. 135c
.3 π. τοὺς δικαστάς buy, i.e. bribe them, D.7.7.4 rent, farm a tax, etc.,τέλος X.Vect.4.20
;μέταλλον Din.
ap. D.H.Din.13;ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.92
, etc.: abs., οἱ πριάμενοι [τὸ θέατρον] the contractors for the management of the theatre, IG22.1176.15,31. (Cf. Skt. κρīνā´τι, OIr. crenid, Welsh prynu 'buy', Old Lith. krienas 'bride-price'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρίαμαι
-
9 ὠνή
A buying, purchasing, ὠ. καὶ πρῆσις buying and selling, Hdt.1.153, cf. Hyp.Ath.5, S. Fr. 909, Pl.R. 371d, Sph. 223d;ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος D.33.8
, cf. Pl.Lg. 849b;δἰ ὠνῆς Plu.2.753d
;διὰ τὴν ὠ. Luc.Ind.16
;ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Pl.Prt. 314a
.II contract for the farming of taxes or other sources of revenue,ὠνὰς πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.73
, cf. 92, Plu.Alc.5; τοὶ πριάμενοι τὰν ὠνὰν σίτου, οἴνου, τετραπόδων, SIG1000.4,5,6 (Cos, i B. C.);τρὶς ἀναπραθείσης τῆς ὠ. IPE12.32A53
(Olbia, iii B. C.); ὠνὰς omnium venditas, of the proceeds of local taxes, Cic.Att.5.16.2.2 in [dialect] Dor. Inscrr. (also in Arg.D.37 (pl.)), deed of sale, contract, , al. (Delph., ii B. C.); ὠνὰν τὰν ἐν τῷ ἱαρῷ ἀναγεγραμμέναν ib.1764 (ibid., ii B. C.);τᾶς ὠ. τὸ ἀντίγραφον IG9(1).331.5
(Chaleion, ii B. C.).III purchase-money, price,εἰς.. τῶν ὅπλων τὴν ὠ. παρέσχε τρισμυρίας δραχμάς Lys.19.43
;ἐπέθηκε τῇ ὠ. τάλαντον Plu.Alc. 5
. -
10 φείδομαι
φείδομαι, Anacr.101, etc.: [tense] impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El. 716 after a diphth. at the end of the preceding line: [tense] fut.A (troch.), Pl.Ap. 31a, etc., [dialect] Ep.πεφῐδήσομαι Il.15.215
, later [tense] fut. [voice] Pass. in med. sense φ<ε> ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): [tense] aor. 1ἐφεισάμην Sol.32.1
, A.Th. 412, And.2.11, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3sg.φείσατο Il.24.236
: [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf.πεφιδέσθαι 21.101
: [tense] pf. part.πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59
(in med. sense, D.C. 50.20); [dialect] Ep. imper.πεφίδησο IG14.1363.16
; part.πεφιδημένος Nonn. D.12.392
:— spare:I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen.,Τρώων Il.21.101
;ἀνδρός 24.158
, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap. 31a;Ἰλίου Il.15.215
;Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr.
l. c.; ;γῆς πατρίδος Sol.
l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph. 749;μὴ φείδεσθε.. στρατοῦ Id.Aj. 844
;φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90
, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59.II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202;πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op. 369
; φ. ὃν εἶχε βίον ( βίον by attraction to the relat.) Thgn.908;ἰδίᾳ μὲν τῶν < ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16
; Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely,οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236
;μὴ φείδεο σίτου Hes.Op. 604
;θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14
;τᾶς ζωᾶς Id.15.5
;σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33
;φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68
.ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41
, cf. 39;φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El. 716
;οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1
, cf. 7.1.29;οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11
;οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24
;οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13
;μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd. 78a
: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20.2 abs., to be sparing, live thriftily,φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931
; ;οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172
, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl. 247, 553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι ) the un thrifty ones, Arist.HA 627a20: alsoἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59
;πεφιδημένα δάκτυλα Nonn.D.12.392
; cf. πεφεισμένως, φειδομένως.III have consideration for,τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b
: with neg., pay no heed to,οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278
(Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.).IV draw back from, refrain from,θαλάσσας Alc.Supp.4.13
(prob.);κελεύθου Pi.N.9.20
;κινδύνου X.Cyr.5.5.18
; ; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; , cf. E.Med. 401, etc.;οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36
(Istropolis, ii B.C.): (abs.,μὴ φείδεσθε E.Tr. 1285
;φείδου μηδέν Id.Hec. 1044
;μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35
): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or. 393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); alsoφ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R. 574b
;τί φειδόμεσθα τῶν λίθων.. μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach. 319
(troch.).V in LXX, with Preps.,φ. ἐπί τινι
have mercy upon.., Je.15.5
, 21.7;ἐπί τινα Id.28(51).3
; φ. περί τινος to keep one's hands off.., 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12);φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10
;ἀπό τινος 1 Ki.15.3
, Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from [var] contr. [full] φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φείδομαι
См. также в других словарях:
Κρόμερ, Έβελιν Μπάρινγκ, κόμης του- — (Evelyn Baring 1st earl of Cromer, 1841 – 1917). Άγγλος πολιτικός και διπλωμάτης. Διορίστηκε εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας στην αιγυπτιακή υπηρεσία που διαχειριζόταν τα μέσα εξόφλησης του δημόσιου χρέους της χώρας, θέση στην οποία έδειξε… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
διεθνές δίκαιο — Όρος που αναφέρεται γενικά στο σύνολο των νομικών κανόνων που αφορούν σχέσεις ανάμεσα στα κράτη ή ανάμεσα στα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς ή ανάμεσα σε πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές επικράτειες ή εξαρτούν έννομα συμφέροντα που διέπονται… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek